- ἔπαυσα
- ἔπαῡσα , ἐπαύωshout overaor ind act 1st sg (homeric ionic)παύωmake to endaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παύω — παύω, έπαψα και έπαυσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: παύω, παύομαι : με αόρ. έπαυσα και με παθητική φωνή έχει την ειδική έννοια → απολύω, απομακρύνω κάποιον από θέση εργασίας, αξίωμα κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
παίω — και βοιωτ. τ. πήω (Α) 1. χτυπώ με το χέρι, με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.) 2. (για κωπηλάτη) χτυπώ με το κουπί («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», Αισχύλ.) 3. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) βάλλω («τοὺς … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
πλέγω — (I) και πλέκω και πλέχω ΝΜ πλέω, επιπλέω, κολυμπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἔπλεξα < ἔπλευσα / ἔπλεψα (με ανομοιωτική τροπή τού ψ σε ξ ) αόρ. τού πλέω (πρβλ. παύω: έπαυσα / έπαψα), κατά το σχήμα: άνοιξα ανοίγω]. (II) Ν (διαλ. τ.) βλ. πλέκω … Dictionary of Greek
παύομαι — παύομαι, παύτηκα και παύθηκα βλ. πίν. 20 Σημειώσεις: παύω, παύομαι : με αόρ. έπαυσα και με παθητική φωνή έχει την ειδική έννοια → απολύω, απομακρύνω κάποιον από θέση εργασίας, αξίωμα κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἔπαυσ' — ἔπαῡσαι , ἐπαύω shout over aor imperat mid 2nd sg ἔπαῡσα , ἐπαύω shout over aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔπαῡσε , ἐπαύω shout over aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔπαυσα , παύω make to end aor ind act 1st sg ἔπαυσε , παύω make to end… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
pēu- : pǝu- : pū̆ - — pēu : pǝu : pū̆ English meaning: to hit; sharp Deutsche Übersetzung: ‘schlagen; scharf, schneidend hauen” Material: Lat. paviō, īre “hit, stomp”, depuvere “caedere”, pavīmentum “geschlagener Boden, Estrich”; from a participle… … Proto-Indo-European etymological dictionary